Οι μηνίσκοι στο γόνατο είναι δύο ινοχόνδρινες δομές σε σχήμα C – μισοφέγγαρου, που εξομαλύνουν τις αρθρικές επιφάνειες της κνήμης και του μηρού προσφέροντας καλύτερη επιφάνεια επαφής και «λιγότερους θορύβους» στις κινήσεις του γόνατος. Πιο μεγάλος και λιγότερο κινητός είναι ο έσω μηνίσκος, ενώ ο έξω μηνίσκος είναι ένα “κλειστό C” και πλέον κινητός.
Οι μηνίσκοι προσφέρουν μηχανική υποστήριξη αλλά και συνεισφέρουν στην συνολική σταθερότητα του γόνατος, στην κατανομή των φορτίων που ασκούνται στην άρθρωση, στην θρέψη του αρθρικού χόνδρου και στην «λίπανση» του γόνατος και επίσης στην ιδιοδεκτικότητα του γόνατος.
Οι μηνίσκοι τροφοδοτούνται από ένα τριχοειδικό πλέγμα αγγείων που αποτελεί ένα «παραπόταμο» των έσω και έξω γονατιαίων αρτηριών. Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι μόνο το 25%-30% και μόνο της περιφέρειας των μηνίσκων λαμβάνει αγγείωση. Έτσι χωρίζουμε τον κάθε μηνίσκο σε τρείς ζώνες, που από την περιφέρεια προς το μέσον του γόνατος ορίζονται ως, red-red ζώνη, red-white και white-white ζώνες. Οι δύο πρώτες των ζωνών αποτελούν περίπου το εξωτερικό τμήμα του μηνίσκου, το πλέον περιφερικό και παχύτερο τμήμα του κάθε μηνίσκου και ανέρχονται σε μήκος 4 χιλιοστομέτρων. Ρήξεις στην πρώτη ζώνη, λόγω της αυξημένης αγγείωσης της περιοχής έχει και την μεγαλύτερη πιθανότητα επούλωσης. Η red-white ζώνη μπορεί και αυτή να επουλωθεί, δυσκολότερα βέβαια και με την χρήση διαφόρων μεθόδων,, όπως την χρήση αιμοπεταλίων, ενώ ρήξη στην τρίτη ζώνη έχει πολύ ασθενική δυνατότητα επούλωσης και την χειρότερη πρόγνωση, εφόσον μπει στην σκέψη μας η πιθανότητα στο να ράψουμε την ρήξη του μηνίσκου.
Οι ρήξεις των μηνίσκων είναι δύο ειδών:
– Τραυματικές (εικόνα 1) και
– Εκφυλιστικές.
Η ακριβής διάγνωση της παθολογίας του μηνίσκου περιλαμβάνει τον συνδυασμό λήψης ιστορικού και φυσικής εξέτασης του ασθενούς.
1) Από το ιστορικό του ασθενούς αναφέρεται το εάν ο ασθενής μας έχει υποστεί τραυματισμό και που συνήθως αφορά σε στροφική κίνηση με εντόπιση στο γόνατο. Ο ασθενής αναφέρει πόνο που εδράζεται στην έσω ή στην έξω αρθρική σχισμή και που τις περισσότερες φορές είναι περιοδικός. Πόνος συνεχής και ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της νύκτας μας οδηγεί κυρίως σε άλλες διαγνώσεις, όπως στην οστεοαρθρίτιδα. Ο ασθενής αναφέρει επίσης διάφορα μηχανικά συμπτώματα στο γόνατο όπως μάγκωμα, μπλοκ και αίσθημα μικρής αστάθειας. Ύδραρθρος στο γόνατο μπορεί και να μην υπάρχει.
2) Από την κλινική εξέταση του ασθενούς τα κύρια ευρήματα είναι η ευαισθησία στην αρθρική γραμμή της πλευράς του γονάτου που υπάρχει η ρήξη. Υπάρχει πόνος κυρίως στο τέλος της παθητικής κάμψης του γόνατος και συνήθως στις ρήξεις των οπισθίων κεράτων. Παρεκτοπισμένα κομμάτια μηνίσκων δημιουργούν έντονα μηχανικά συμπτώματα και πόνο. Επίσης μας βοηθούν στην εκτίμησή μας και κάποιες δοκιμασίες ελέγχου, όπως το test McMurray, το Appley’s test, ενώ θα πρέπει να αποκλείσουμε παθολογία που δυνατόν να προέρχεται από την σπονδυλική στήλη ή και τα ισχία του ασθενούς.
3) Μια απλή ακτινογραφία θα πρέπει να γίνεται στον κάθε ασθενής μας, αν και δεν μας δείχνει τίποτα ουσιαστικά για την παθολογία των μηνίσκων.
4) Η ιδανική ακτινολογική εξέταση ώστε να εκτιμήσουμε την παθολογία των μηνίσκων είναι η μαγνητική τομογραφία. Προσφέρει ακριβή διάγνωση από ένα ποσοστό 91% έως και 95%, ιδιαίτερα αν γίνει συσχετισμός με το ιστορικό και την φυσική εξέταση του ασθενούς. Υπάρχουν ρήξεις μηνίσκων ασυμπτωματικές που εμφανίζονται όταν ένα άτομο υποβληθεί σε μια μαγνητική τομογραφία γονάτου και μάλιστα σε ποσοστό από 36% έως και 76%. Το ποσοστό δε αυτό αυξάνεται με την ηλικία του ασθενούς. Επομένως καλό είναι ο κάθε ασθενής να μην κάνει απλά μια μαγνητική τομογραφία, να την περιφέρει σε μη ειδικά άτομα (π.χ. γυμναστές, ποδιάτρους, φυσικοθεραπευτές) ώστε να την εκτιμήσουν και να πουν γνώμες, χωρίς την κλινική του εξέταση από ειδικό. Μπορεί να βρεθεί στο χειρουργικό τραπέζι και να μην είναι απαραίτητο. Ασθενής που δεν πονάει, δεν έχει κλινική συμπτωματολογία ρήξης μηνίσκου, δεν έχει μηχανικά προβλήματα στο γόνατό του ΔΕΝ χειρουργείται, κατά την γνώμη μου πάντα.
Στην αρχή η αντιμετώπιση είναι συντηρητική και περιλαμβάνει:
– Μερική αποφόρτιση του σκέλους,
– λήψη αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών δισκίων,
– κρυοθεραπείας,
– χρήση φυσικοθεραπευτικών μέσων, όπως υπερήχων, διαδυναμικών, Laser, κινητοποίησης της άρθρωσης, μαλάξεων κλπ.
– Μεγάλη και ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην προοδευτική ενδυνάμωση του τετρακεφάλου μυός και γενικά της μυϊκής υποστήριξης του γόνατος.
Εφόσον δεν υπάρχει ιδιαίτερη βελτίωση με την συντηρητική (αρχική) αντιμετώπιση του ασθενούς μας τότε προχωράμε στην χειρουργική του αντιμετώπιση και έχοντας γνώμονα την νεότερη κλινική εξέταση και το προυπάρχον ιστορικό του.
Επίσης θα λάβουμε υπόψιν μας και τα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας του γόνατος του ασθενούς μας ,τα οποία όμως αρκετές φορές θα πρέπει να γνωρίζουμε οτί είναι ψευδώς θετικά ή και ψευδώς αρνητικά.
Θα πρέπει να αφαιρούμε μόνο το φθαρμένο τμήμα του μηνισκικού ιστού και να ομαλοποιούμε και να σταθεροποιούμε το υπόλοιπο κομμάτι του υγιούς μηνίσκου.
Η διατήρηση όσο περισσότερου και υγιούς μηνισκικού ιστού κατά το δυνατόν, προσφέρει μεγάλη βοήθεια στο γόνατο και αυτό συνεπάγεται ότι όσο νωρίτερα διαγνωσθεί και αντιμετωπισθεί, επιτυχώς, μια ρήξη μηνίσκου, τόσο ωφέλεια παρέχεται στον ασθενή μας.
Η αρθροσκοπική μερική μηνισκεκτομή είναι μια επέμβαση μικρής επικινδυνότητας, προσφέρει γρήγορη αποκατάσταση και αποθεραπεία στον ασθενή και ιδιαίτερα στους ασθενείς με καλή μυϊκή ισχύ των κάτω άκρων τους, ενώ επίσης παρέχει σχεδόν «άμεση» επιστροφή των ασθενών στην πρότερη δραστηριότητά τους.
Λόγω του ότι μας προσφέρει ικανοποιητικά κλινικά και λειτουργικά αποτελέσματα, άμεσα αλλά και απώτερα, μια προσεκτικά εκτελούμενη μερική μηνισκεκτομή από έναν εξειδικευμένο ορθοπαιδικό χειρουργό και με όλες τις προφυλάξεις και αρχές που την διέπουν, αποτελεί στις ημέρες μας μια συχνή και ασφαλή επέμβαση στην τρέχουσα ορθοπαιδική πρακτική.
Εφόσον έγιναν κατανοητά τα παραπάνω, που προσπάθησα να αναφέρω, με γνώμονα την βιβλιογραφία και την προσωπική μου εμπειρία και υπάρχει προβληματισμός για το γόνατό σας, τότε με ένα απαραίτητο ραντεβού, θα μπορούσε να γίνει μια διεξοδική αξιολόγηση στο πρόβλημά σας και να σας προταθεί η πλέον αρμόζουσα θεραπευτική επιλογή, που σε πολλές των περιπτώσεων είναι η αρθροσκοπική χειρουργική.